ιερόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(17)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόδρομος]], ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες<br /><b>2.</b> (για [[πηγή]]) αυτή που τρέχει ως [[ιερό]] [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(-<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>δρομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δρομος</i>].
|mltxt=[[ἱερόδρομος]], ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες<br /><b>2.</b> (για [[πηγή]]) αυτή που τρέχει ως [[ιερό]] [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(-<i>ο</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίδρομος]], [[υψίδρομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 10 May 2023

Greek Monolingual

ἱερόδρομος, ποιητ. τ. ἱρόδρομος, -ον (Α)
1. αυτός που τρέχει σε ιερούς αγώνες
2. (για πηγή) αυτή που τρέχει ως ιερό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(-ο) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμφίδρομος, υψίδρομος].