αμφίδρομος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμφίδρομος, -ον)
αυτός που τρέχει ή απλώς κινείται προς κάποια κατεύθυνση και γυρίζει πάλι πίσω
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε συνεχή παλίρροια
2. αυτός που περιτρέχει, που περιδινείται κυκλικά
3. (για πορθμούς) αυτός που έχει λιμάνι και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -δρομος < δρόμος.
ο Ζωολ.
γένος χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα φύλλο σε σωλήνα, κλείνει το ένα άκρο με βλέννα και τοποθετεί τα αβγά του στον κύλινδρο που δημιουργείται.