καλλιαρχώ: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καλλιαρχῶ, -έω (Α)<br />[[είμαι]] [[πρόεδρος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. <i>κανον</i>-<i>αρχώ</i>, <i>ναυ</i>-<i>αρχώ</i>).
|mltxt=καλλιαρχῶ, -έω (Α)<br />[[είμαι]] [[πρόεδρος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>άρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. [[κανοναρχώ]], [[ναυαρχώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 10 May 2023

Greek Monolingual

καλλιαρχῶ, -έω (Α)
είμαι πρόεδρος του δικαστηρίου κάλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) (αρχαίο δικαστήριο στην Αθήνα) + -αρχῶ (< -άρχης < άρχω), πρβλ. κανοναρχώ, ναυαρχώ].