κανοναρχώ

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

και καλοναρχώ και καλαναρχώ (Μ κανοναρχῶ και καλαναρχῶ -έω) κανονάρχης
1. εκτελώ το έργο του κανονάρχη, διαβάζω, υπαγορεύω μελωδικά τους εκκλησιαστικούς ύμνους στον ψάλτη
2. μτφ. εισηγούμαι, υποβάλλω, υπαγορεύω σε κάποιον ενέργειες ή τρόπο συμπεριφοράς («όπως του κανοναρχάς ψέλνει» — για ανθρώπους που δεν αναπτύσσουν πρωτοβουλία και υπακούουν τυφλά σε ξένες υπαγορεύσεις)
μσν.
επιβλέπω την ακριβή τέλεση τών ιεροπραξιών σε μονή.