μακρόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. [[ετερόφωνος]], [[φερέφωνος]]).
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. [[ετερόφωνος]], [[φερέφωνος]]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόφωνος Medium diacritics: μακρόφωνος Low diacritics: μακρόφωνος Capitals: ΜΑΚΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: makróphōnos Transliteration B: makrophōnos Transliteration C: makrofonos Beta Code: makro/fwnos

English (LSJ)

ον, shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος].