μακρόφωνος

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόφωνος Medium diacritics: μακρόφωνος Low diacritics: μακρόφωνος Capitals: ΜΑΚΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: makróphōnos Transliteration B: makrophōnos Transliteration C: makrofonos Beta Code: makro/fwnos

English (LSJ)

μακρόφωνον, shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος].