Κίσσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κίσσιος:''' <b class="num">II</b> ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.<br />киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или [[χώρη]] Her. = [[Κισσία]].
|elrutext='''Κίσσιος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[киссиец]] (представитель племени в Сузиане) Her.<br />киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или [[χώρη]] Her. = [[Κισσία]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:30, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίσσιος Medium diacritics: Κίσσιος Low diacritics: Κίσσιος Capitals: ΚΙΣΣΙΟΣ
Transliteration A: Kíssios Transliteration B: Kissios Transliteration C: Kissios Beta Code: *ki/ssios

English (LSJ)

α, ον, of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Κίσσιος: IIкиссиец (представитель племени в Сузиане) Her.
киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или χώρη Her. = Κισσία.

Greek (Liddell-Scott)

Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.

Greek Monotonic

Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Κίσσιος, η, ον
of or from Cissia in southern Persia, Hdt.; Κισσία ἰηλεμίστρια a Cissian mourner, Aesch.