Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σίβυλλα: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(Bailly1_4)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sibylle, prophétesse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σοφός]], <i>lat.</i> sapiens -- DELG étym. ignorée.
|btext=ης (ἡ) :<br />[[sibylle]], [[prophétesse]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[σοφός]], <i>lat.</i> sapiens -- DELG étym. ignorée.
}}
{{elru
|elrutext='''σίβυλλα:''' (ῐ) ἡ [[сибилла или сивилла]] (вещая женщина, пророчица) Arph., Plat., Arst. etc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μάντισσα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] της. Πιθανόν νά εἶναι ἑβραϊκή ἤ ἀραβική ἡ προέλευσή της. Κατά [[τούς]] παλιούς [[ἀντί]] τοῦ δωρ. Σιοβόλλα, [[θεός]] + [[βούλομαι]], ἡ Θεοβούλη πού ἀναγγέλλει τή θέληση τοῦ θεοῦ.
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 11 May 2023

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sibylle, prophétesse.
Étymologie: cf. σοφός, lat. sapiens -- DELG étym. ignorée.

Russian (Dvoretsky)

σίβυλλα: (ῐ) ἡ сибилла или сивилла (вещая женщина, пророчица) Arph., Plat., Arst. etc.

Mantoulidis Etymological

(=μάντισσα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν νά εἶναι ἑβραϊκή ἤ ἀραβική ἡ προέλευσή της. Κατά τούς παλιούς ἀντί τοῦ δωρ. Σιοβόλλα, θεός + βούλομαι, ἡ Θεοβούλη πού ἀναγγέλλει τή θέληση τοῦ θεοῦ.