χειροκροτώ: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(46) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Ν<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] ρυθμικά τα χέρια με ανοιχτές παλάμες ως [[ένδειξη]] ενθουσιασμού ή επιδοκιμασίας («τον χειροκροτούσαν επί πολλήν ώρα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]] («η Βουλή, σύσσωμη, χειροκρότησε την εισηγητική [[έκθεση]] του υπουργού»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), | |mltxt=-έω, Ν<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] ρυθμικά τα χέρια με ανοιχτές παλάμες ως [[ένδειξη]] ενθουσιασμού ή επιδοκιμασίας («τον χειροκροτούσαν επί πολλήν ώρα»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]] («η Βουλή, σύσσωμη, χειροκρότησε την εισηγητική [[έκθεση]] του υπουργού»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), [[πρβλ]]. [[ποδοκροτώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 11 May 2023
Greek Monolingual
-έω, Ν
1. χτυπώ ρυθμικά τα χέρια με ανοιχτές παλάμες ως ένδειξη ενθουσιασμού ή επιδοκιμασίας («τον χειροκροτούσαν επί πολλήν ώρα»)
2. μτφ. επικροτώ, επιδοκιμάζω («η Βουλή, σύσσωμη, χειροκρότησε την εισηγητική έκθεση του υπουργού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + κροτώ (< κρότος), πρβλ. ποδοκροτώ].