κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
-έω, Νχτυπώ ρυθμικά τα πόδια στο δάπεδο σε ένδειξη αποδοκιμασίας ομιλητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κροτώ (πρβλ. χειροκροτώ)].