ποδοκροτώ

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν
χτυπώ ρυθμικά τα πόδια στο δάπεδο σε ένδειξη αποδοκιμασίας ομιλητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + κροτώ (πρβλ. χειροκροτώ)].