πεζούλι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> λίθινο [[τοιχίο]] στο [[προαύλιο]] ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[κάθισμα]], [[αλλά]] και ως [[σημείο]] ίππευσης και αφίππευσης<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[τοίχος]] που συγκρατεί το [[χώμα]] σε κατωφερές [[έδαφος]], [[ανάλημμα]], [[αναβαθμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πέζα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σακ</i>-<i>ούλι</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> λίθινο [[τοιχίο]] στο [[προαύλιο]] ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[κάθισμα]], [[αλλά]] και ως [[σημείο]] ίππευσης και αφίππευσης<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[τοίχος]] που συγκρατεί το [[χώμα]] σε κατωφερές [[έδαφος]], [[ανάλημμα]], [[αναβαθμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πέζα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούλι</i> ([[πρβλ]]. [[σακούλι]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:54, 11 May 2023

Greek Monolingual

το
1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης
2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. σακούλι)].