πομπευτήριος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην [[πομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ( | |mltxt=-ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην [[πομπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πομπεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[βουλευτήριος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 11 May 2023
English (LSJ)
α, ον, of or for a procession, D.H.Dem.32.
German (Pape)
[Seite 678] zum feierlichen Aufzuge, zur Procession gehörig, D. Hal. de vi Dem. 32 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πομπευτήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. βουλευτήριος)].