πλάστειρα: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />θηλ. του [[πλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ειρα</i> ( | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br />θηλ. του [[πλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ειρα</i> ([[πρβλ]]. [[πρέσβειρα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλάστειρα:''' θηλ. του [[πλάστης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''πλάστειρα:''' θηλ. του [[πλάστης]], σε Ανθ. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 11 May 2023
English (LSJ)
fem. of πλάστης, Orph.H.10.20; φύσις APl.4.310 (Damoch.).
German (Pape)
[Seite 625] ἡ (fem. von πλαστήρ), Bildnerinn; Damoch. 4 ( Plan. 3101, Maneth. 4. 559.
Greek (Liddell-Scott)
πλάστειρα: θηλ. τοῦ πλάστης, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 20, Ἀνθ. Πλαν. 310. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -ειρα (πρβλ. πρέσβειρα)].
Greek Monotonic
πλάστειρα: θηλ. του πλάστης, σε Ανθ.