ριψόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι [[εκεί]], αυτός που κοιτά με πόθο ή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ( | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι [[εκεί]], αυτός που κοιτά με πόθο ή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[μονόφθαλμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:07, 11 May 2023
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αυτός που κοιτά με πόθο ή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ὀφθαλμός (πρβλ. μονόφθαλμος)].