σκουπιδιάρης: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ν<br />αυτός που έχει ως επάγγελμά του το [[σκούπισμα]] τών [[δρόμων]] και τη [[συλλογή]] τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, [[οδοκαθαριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκουπίδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ( | |mltxt=ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ν<br />αυτός που έχει ως επάγγελμά του το [[σκούπισμα]] τών [[δρόμων]] και τη [[συλλογή]] τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, [[οδοκαθαριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκουπίδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[μεροκαματιάρης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ν
αυτός που έχει ως επάγγελμά του το σκούπισμα τών δρόμων και τη συλλογή τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, οδοκαθαριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. μεροκαματιάρης)].