σταλαμίδα: Difference between revisions

From LSJ
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[στάλα]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σταλαμίδες</i><br />α) το [[νερό]] της βροχής όπως στάζει από τη [[στέγη]]<br />β) η [[υδρορρόη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταλαμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίδα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σταθμ</i>-<i>ίδα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[στάλα]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σταλαμίδες</i><br />α) το [[νερό]] της βροχής όπως στάζει από τη [[στέγη]]<br />β) η [[υδρορρόη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταλαμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίδα</i> ([[πρβλ]]. [[σταθμίδα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:20, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά
2. στον πληθ. οι σταλαμίδες
α) το νερό της βροχής όπως στάζει από τη στέγη
β) η υδρορρόη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαμός + επίθημα -ίδα (πρβλ. σταθμίδα)].