στρογγύλεος: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(38) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Μ<br />[[στρογγυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του επιθ. [[στρογγύλος]] με κατάλ. -<i>εος</i> ( | |mltxt=-ον, Μ<br />[[στρογγυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του επιθ. [[στρογγύλος]] με κατάλ. -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[νεκτάρεος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:28, 11 May 2023
Greek Monolingual
-ον, Μ
στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιθ. στρογγύλος με κατάλ. -εος (πρβλ. νεκτάρεος)].