συμπλωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Μ<br />αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπλώω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρω</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Μ<br />αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπλώω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[στρωτήρ]])].
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Μ<br />αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπλώω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρω</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

συμπλωτήρ: ὁ, = σύμπλοος, τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Μ
αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρωτήρ)].