σπρώξιμο: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπρώχνω]], ώθηση, [[σπρωξιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακίνηση]], [[προτροπή]]<br />β) (για άνδρα) η [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπρωξ</i>- του αορ. <i>έσπρωξα</i> του [[σπρώχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρέξ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σπρώχνω]], ώθηση, [[σπρωξιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακίνηση]], [[προτροπή]]<br />β) (για άνδρα) η [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπρωξ</i>- του αορ. <i>έσπρωξα</i> του [[σπρώχνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[τρέξιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή
β) (για άνδρα) η συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ- του αορ. έσπρωξα του σπρώχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμο)].