τοκάριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_22)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοκάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τόκος]] ΙΙ, μικρὸς [[τόκος]], μικρὸν [[κέρδος]], Λατ. usurula, Γλωσσ.
|lstext='''τοκάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[τόκος]] ΙΙ, μικρὸς [[τόκος]], μικρὸν [[κέρδος]], Λατ. usurula, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />υποκορ. του [[τόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[βιβλιάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:34, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 1125] τό, dim. von τόκος, kleiner Zins, Wucher (?).

Greek (Liddell-Scott)

τοκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τόκος ΙΙ, μικρὸς τόκος, μικρὸν κέρδος, Λατ. usurula, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. του τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον)].