τρίιππος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(41) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ουδ. και τριίπι(ο)ν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίιπον</i> και <i>τριίπιν</i><br />[[άμαξα]] που σύρεται από [[τρεις]] ίππους που έχουν ζευχθεί [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] «[[άλογο]]» ( | |mltxt=-ον, ουδ. και τριίπι(ο)ν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίιπον</i> και <i>τριίπιν</i><br />[[άμαξα]] που σύρεται από [[τρεις]] ίππους που έχουν ζευχθεί [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] «[[άλογο]]» ([[πρβλ]]. [[ἑξάϊππος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:35, 11 May 2023
German (Pape)
[Seite 1143] mit drei Pferden, τὸ τρίιππον, Dreigespann, Gloss.
Greek Monolingual
-ον, ουδ. και τριίπι(ο)ν, Α
1. αυτός που έχει τρεις ίππους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίιπον και τριίπιν
άμαξα που σύρεται από τρεις ίππους που έχουν ζευχθεί μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἵππος «άλογο» (πρβλ. ἑξάϊππος)].