τόλμιλλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[τολμηρός]], [[τολμητίας]] («ὁ τολμίλλος καὶ αὐθάδιας ἐγώ», Θεόγνωστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόλμη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιλος</i>, με εκφραστ. διπλασιασμό του -<i>λ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ῥόβ</i>-<i>ιλλος</i>)].
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[τολμηρός]], [[τολμητίας]] («ὁ τολμίλλος καὶ αὐθάδιας ἐγώ», Θεόγνωστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόλμη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιλος</i>, με εκφραστ. διπλασιασμό του -<i>λ</i>- ([[πρβλ]]. [[ῥόβιλλος]])].
}}
}}

Revision as of 16:40, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόλμιλλος Medium diacritics: τόλμιλλος Low diacritics: τόλμιλλος Capitals: ΤΟΛΜΙΛΛΟΣ
Transliteration A: tólmillos Transliteration B: tolmillos Transliteration C: tolmillos Beta Code: to/lmillos

English (LSJ)

ὁ, daredevil, Theognost. Can.Prooem.

Greek (Liddell-Scott)

τόλμιλλος: ὁ, καὶ αὐθαδίας ἐγώ, ὁ τολμητίας καὶ αὐθάδης, Θεογνώστ. Καν. ἐν παροιμ. παρὰ τῷ Cram. An. gr. Ox. II, σ. 1.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τολμηρός, τολμητίας («ὁ τολμίλλος καὶ αὐθάδιας ἐγώ», Θεόγνωστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόλμη + υποκορ. κατάλ. -ιλος, με εκφραστ. διπλασιασμό του -λ- (πρβλ. ῥόβιλλος)].