φτύσιμο: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[φτύνω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σάλιο]] που φτύνει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιφρόνηση]] («δεν περίμενα τέτοιο [[φτύσιμο]] από αυτόν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φτυσ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>φτυσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[φτύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βρίσ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[φτύνω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σάλιο]] που φτύνει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιφρόνηση]] («δεν περίμενα τέτοιο [[φτύσιμο]] από αυτόν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φτυσ</i>- του αορ. <i>έ</i>-<i>φτυσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[φτύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[βρίσιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φτύνω
2. συνεκδ. το σάλιο που φτύνει κανείς
3. μτφ. περιφρόνηση («δεν περίμενα τέτοιο φτύσιμο από αυτόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ- του αορ. έ-φτυσ-α του ρ. φτύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βρίσιμο)].