χειμωνιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλοκαιρ</i>-<i>ιάτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[καλοκαιριάτικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χειμερινός
2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα
3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα
4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα
ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα.
επίρρ...
χειμωνιάτικα Ν
στη μέση του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. καλοκαιριάτικος)].