χειμωνιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλοκαιρ</i>-<i>ιάτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[καλοκαιριάτικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χειμερινός
2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα
3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα
4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα
ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα.
επίρρ...
χειμωνιάτικα Ν
στη μέση του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. καλοκαιριάτικος)].