χριστουγεννιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(47b)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[Χριστούγεννα]] ή αυτός που γίνεται στη [[διάρκεια]] τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο [[δένδρο]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χριστουγεννιάτικα Ν</i><br />την [[ημέρα]] τών Χριστουγέννων, [[κατά]] τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το [[μαντάτο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστούγεννα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χειμων</i>-<i>ιάτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[Χριστούγεννα]] ή αυτός που γίνεται στη [[διάρκεια]] τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο [[δένδρο]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χριστουγεννιάτικα Ν</i><br />την [[ημέρα]] τών Χριστουγέννων, [[κατά]] τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το [[μαντάτο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστούγεννα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[χειμωνιάτικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»).
επίρρ...
χριστουγεννιάτικα Ν
την ημέρα τών Χριστουγέννων, κατά τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το μαντάτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστούγεννα + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χειμωνιάτικος)].