μαντάτο
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM μανδᾱτον, Μ και μανδᾱτο και μαντᾱτο)
διαταγή
νεοελλ.
1. προμήνυμα («να μακρύνω απ' την καρδιά τσ' αγάπης τα μαντάτα, να δυσκολέψω τσ' αφορμές οπού με τυραννούσι», Ερωτόκρ.)
2. ανακοίνωση, πληροφορία
νεοελλ.-μσν.
αγγελία, είδηση, νέο («καλά μαντάτα»)
μσν.
παραγγελία, μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mandatum < «μήνυμα, παραγγελία» < mando «παραγγέλλω»].