ψευδίστατος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιστάτη, -ον, ΜΑ<br />[[ανώμαλος]] τ. υπερθ. του [[ψευδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα υπερθ. σε -<i>ίστατος</i> ([[πρβλ]]. <i>λαλ</i>-<i>ίστατος</i>)].
|mltxt=-ιστάτη, -ον, ΜΑ<br />[[ανώμαλος]] τ. υπερθ. του [[ψευδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψευδής]], [[κατά]] τα υπερθ. σε -<i>ίστατος</i> ([[πρβλ]]. [[λαλίστατος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 13 May 2023

German (Pape)

[Seite 1394] att. superl. zu ψευδής, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. irrég. de ψευδής.

Greek Monolingual

-ιστάτη, -ον, ΜΑ
ανώμαλος τ. υπερθ. του ψευδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα υπερθ. σε -ίστατος (πρβλ. λαλίστατος)].