ψιλής: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ψιλής
|Medium diacritics=ψιλής
|Low diacritics=ψιλής
|Capitals=ΨΙΛΗΣ
|Transliteration A=psilḗs
|Transliteration B=psilēs
|Transliteration C=psilis
|Beta Code=yilh/s
|Definition=[[ῆτος]], ὁ, v. sub [[ψιλῆται]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆτος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ψιλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ής</i>, -<i>ῆτος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ē</i><i>t</i>-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην [[ποίηση]] ή [[είναι]] λ. της τεχνικής ορολογίας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀργ</i>-<i>ής</i>)].
|mltxt=-ῆτος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ψιλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ής</i>, -<i>ῆτος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ē</i><i>t</i>-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην [[ποίηση]] ή [[είναι]] λ. της τεχνικής ορολογίας ([[πρβλ]]. [[ἀργής]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψῑλής:''' ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.
|elrutext='''ψῑλής:''' ῆτος ὁ [[псилет]], [[легковооруженный воин]] Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλής Medium diacritics: ψιλής Low diacritics: ψιλής Capitals: ΨΙΛΗΣ
Transliteration A: psilḗs Transliteration B: psilēs Transliteration C: psilis Beta Code: yilh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, v. sub ψιλῆται.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ψιλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -ής, -ῆτος (< -ēt-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργής)].

Russian (Dvoretsky)

ψῑλής: ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.