ψιλᾶς: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(13_3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ὁ, Beiwort des Bacchus, unter dem er in Amyklä verehrt wurde, Paus. 5, 19; wahrscheinlich von [[ψιλός]] = [[λειογένειος]], s. Lob. in Wolf's Anal. 3 p. 53 u. Phryn. 435. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ὁ, Beiwort des Bacchus, unter dem er in Amyklä verehrt wurde, Paus. 5, 19; wahrscheinlich von [[ψιλός]] = [[λειογένειος]], s. Lob. in Wolf's Anal. 3 p. 53 u. Phryn. 435. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψῑλᾶς''': ὁ, ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, ὃ ἔφερε λατρευόμενος ἐν Ἀμύκλαις, Παυσ. 3. 19. 6, παρ’ ᾧ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πτερωτὸς (ἐκ τοῦ [[ψίλον]] Δωρ. ἀντὶ [[πτίλον]])· ἀλλ’ ὁ Λοβ. (ἐν Wolf’s Anal. 353, Φρυνίχ. 435) λέγει ὅτι σημαίνει τὸν ἔχοντα λείαν καὶ ψιλὴν τὴν σιαγόνα, δηλ. ἀγένειον. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[προσωνυμία]] του Βάκχου στις Αμύκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[χεσᾶς]])].<br /><b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πέτρα]], κράσπεδα». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:05, 13 May 2023
German (Pape)
[Seite 1399] ὁ, Beiwort des Bacchus, unter dem er in Amyklä verehrt wurde, Paus. 5, 19; wahrscheinlich von ψιλός = λειογένειος, s. Lob. in Wolf's Anal. 3 p. 53 u. Phryn. 435.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλᾶς: ὁ, ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, ὃ ἔφερε λατρευόμενος ἐν Ἀμύκλαις, Παυσ. 3. 19. 6, παρ’ ᾧ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πτερωτὸς (ἐκ τοῦ ψίλον Δωρ. ἀντὶ πτίλον)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. (ἐν Wolf’s Anal. 353, Φρυνίχ. 435) λέγει ὅτι σημαίνει τὸν ἔχοντα λείαν καὶ ψιλὴν τὴν σιαγόνα, δηλ. ἀγένειον.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
προσωνυμία του Βάκχου στις Αμύκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. χεσᾶς)].
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πέτρα, κράσπεδα».