λειογένειος
English (LSJ)
λειογένειον, smooth-chinned, beardless, Hdt.5.20.
German (Pape)
[Seite 24] mit glattem Kinn, unbärtig, Her. 5, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au menton lisse, imberbe.
Étymologie: λεῖος, γένειον.
Russian (Dvoretsky)
λειογένειος: с гладким подбородком, т. е. безбородый (ἄνδρες Her.).
Greek (Liddell-Scott)
λειογένειος: -ον, ἔχων λείαν τὴν σιαγόνα, ἀγένειος, Ἡρόδ. 5. 20.
Greek Monolingual
λειογένειος, -ον (Α)
αγένειος, αμούστακος, με απαλό χνούδι στο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + γένειον (πρβλ. χαλκογένειος)].
Greek Monotonic
λειογένειος: -ον (γένειον), αυτός που έχει λείο και απαλό σαγόνι, δηλ. χωρίς γένεια, σπανός, σε Ηρόδ.
Translations
beardless
Armenian: անմորուք; Azerbaijani: saqqalsız; Belarusian: безбароды; Catalan: barbamec; Czech: bezvousý; Dutch: baardloos; Esperanto: senbarba; Faroese: óskeggjaður; Finnish: parraton; French: imberbe; German: bartlos, unbärtig, ohne Bart; Greek: αγένειος, απώγων; Ancient Greek: ἀγένειος, ἄκουρος, ἄνηβος, ἀνίουλος, ἀνύπηνος, ἀπώγων, ἄχνοος, ἀωρόλειος, γυμνός, λείαξ, λειογένειος, λεῖος, λέος, μαδηγένειος, μαδιγένειος; Ido: senbarba; Irish: amhulchach; Italian: imberbe, sbarbato; Kurdish Central Kurdish: کۆسە; Northern Kurdish: kose; Southern Kurdish: کووسە; Latin: imberbis; Macedonian: ќос, голобрад; Middle English: berdles; Pali: amassuka; Polish: bezbrody; Portuguese: sem barba, imberbe, lampinho; Russian: безбородый; Spanish: imberbe, barbilampiño, lampiño, sin barba; Turkish: sakalsız; Turkmen: sakgalsyz; Ukrainian: безбородий