μελάνθιο: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[μελάνθιον]], Α και [[μελάνθεον]] και μελάνθυον και μελάνθειον, Μ και μελάνθιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] μονοκότυλων ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας [[λιλιίδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Διοσκουρίδη) <b>φρ.</b> «[[μελάνθιον]] τὸ ἥμερον»<br /><b>πιθ.</b> το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀνθίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. <i>φυλλ</i>-[[άνθιον]]].
|mltxt=το (ΑM [[μελάνθιον]], Α και [[μελάνθεον]] και μελάνθυον και μελάνθειον, Μ και μελάνθιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] μονοκότυλων ποωδών [[φυτών]] της οικογένειας [[λιλιίδες]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Διοσκουρίδη) <b>φρ.</b> «[[μελάνθιον]] τὸ ἥμερον»<br /><b>πιθ.</b> το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀνθίον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[φυλλάνθιον]]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 15 May 2023

Greek Monolingual

το (ΑM μελάνθιον, Α και μελάνθεον και μελάνθυον και μελάνθειον, Μ και μελάνθιν)
νεοελλ.
βοτ. γένος μονοκότυλων ποωδών φυτών της οικογένειας λιλιίδες
μσν.-αρχ.
(κατά τον Διοσκουρίδη) φρ. «μελάνθιον τὸ ἥμερον»
πιθ. το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀνθίον (< ἄνθος), πρβλ. φυλλάνθιον].