ολόπυρος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁλόπυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[σιτάρι]] που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, [[αλλά]] έχει βραστεί [[ολόκληρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁλόπυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[σιτάρι]] που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, [[αλλά]] έχει βραστεί [[ολόκληρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[πρβλ]]. [[λευκόπυρος]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[ὁλόπυρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που περιβάλλεται από τη [[φωτιά]] ή [[είναι]] [[ολόκληρος]] από [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] ([[πρβλ]]. [[ημίπυρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 16 May 2023
Greek Monolingual
(I)
ὁλόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκόπυρος)].
(II)
ὁλόπυρος, -ον (Μ)
αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή είναι ολόκληρος από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + πῦρ, πυρός (πρβλ. ημίπυρος)].