excremento: Difference between revisions
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀποπάτημα]], [[ἀπόπατος]], [[ἀπόρρυσις]], [[ἀπόψυγμα]], [[ἀφόδευμα]], [[ἀφόδημα]], [[ἄφοδος]], [[ἀφόρδιον]], [[βόβλιτον]], [[βόλβιθος]], [[βόλβιτον]], [[βόλβυθον]], [[διαφόρημα]], [[διαχώρημα]], [[ | |sltx=[[ἄποδος]], [[ἀποπάτημα]], [[ἀπόπατος]], [[ἀπόρρυσις]], [[ἀπόψυγμα]], [[ἀφόδευμα]], [[ἀφόδημα]], [[ἄφοδος]], [[ἀφόρδιον]], [[βόβλιτον]], [[βόλβιθος]], [[βόλβιτον]], [[βόλβυθον]], [[διαφόρημα]], [[διαχώρημα]], [[ἔκκρισις]], [[ἔκπατος]], [[κάκκη]], [[κόπρανα]], [[κόπρανον]], [[κοπρία]], [[κόπριον]], [[κόπρος]], [[μίνθος]], [[ὄνθος]], [[πέλεθος]], [[περίσσευμα]], [[περίσσωσις]], [[περίττευμα]], [[περίττωσις]], [[προχώρημα]], [[σκατός]], [[σκύβαλον]], [[σκῶρ]], [[σπατίλη]], [[ὑπόστασις]], [[ὑποχώρημα]], [[ὑποχώρησις]], [[χέσμα]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:28, 17 May 2023
Spanish > Greek
ἄποδος, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόρρυσις, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκκρισις, ἔκπατος, κάκκη, κόπρανα, κόπρανον, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, πέλεθος, περίσσευμα, περίσσωσις, περίττευμα, περίττωσις, προχώρημα, σκατός, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, ὑπόστασις, ὑποχώρημα, ὑποχώρησις, χέσμα