Ιταλιώτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)πρβλ\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Ἰταλιώτης]], ὁ (Α)<br />[[Έλληνας]] [[κάτοικος]] της Ιταλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> (πρβλ. | |mltxt=[[Ἰταλιώτης]], ὁ (Α)<br />[[Έλληνας]] [[κάτοικος]] της Ιταλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Ἰταλία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιώτης</i> ([[πρβλ]]. [[Αιγυπτιώτης]], [[Σιχελιώτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 19 May 2023
Greek Monolingual
Ἰταλιώτης, ὁ (Α)
Έλληνας κάτοικος της Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Ἰταλία + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Αιγυπτιώτης, Σιχελιώτης)].