κανναβάριος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kannavarios | |Transliteration C=kannavarios | ||
|Beta Code=kannaba/rios | |Beta Code=kannaba/rios | ||
|Definition=ὁ, (Lat. < | |Definition=ὁ, (Lat. [[canaba|canabae]])<br><span class="bld">A</span> [[booth-keeper]], [[stall-holder]], Jahresh. 24Beibl.31 (Ephesus).<br><span class="bld">II</span> = [[stupparius]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κανναβάριος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για [[κατασκευή]] σχοινιών<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «<i>μικροπωλητής</i>» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>can</i>(<i>n</i>)<i>aba</i> «[[καλύβα]], [[παράπηγμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>. Με τη σημ. «[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή στουπιών» <span style="color: red;"><</span> [[κάνναβις]] με την [[ίδια]] κατάλ.]. | |mltxt=[[κανναβάριος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ιδιοκτήτης]] παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για [[κατασκευή]] σχοινιών<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «<i>μικροπωλητής</i>» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>can</i>(<i>n</i>)<i>aba</i> «[[καλύβα]], [[παράπηγμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>. Με τη σημ. «[[κατασκευαστής]] σχοινιών ή στουπιών» <span style="color: red;"><</span> [[κάνναβις]] με την [[ίδια]] κατάλ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (Lat. canabae)
A booth-keeper, stall-holder, Jahresh. 24Beibl.31 (Ephesus).
II = stupparius, Glossaria.
Greek Monolingual
κανναβάριος, ὁ (Α)
1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών
2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μικροπωλητής» < λατ. can(n)aba «καλύβα, παράπηγμα» + κατάλ. -άριος < λατ. -arius. Με τη σημ. «κατασκευαστής σχοινιών ή στουπιών» < κάνναβις με την ίδια κατάλ.].