ὀρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orrodis
|Transliteration C=orrodis
|Beta Code=o)rrw/dhs
|Beta Code=o)rrw/dhs
|Definition=ες<span class="sense"><span class="bld">A</span>, (ὄρρος) [[pertaining to the rump]], Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Gal.19.127. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> false spelling of ὀρώδης 11 ([[quod vide|q.v.]]).</span>
|Definition=ες<br><span class="bld">A</span>, ([[ὄρρος]]) [[pertaining to the rump]], Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Gal.19.127.<br><span class="bld">II</span> false spelling of ὀρώδης 11 ([[quod vide|q.v.]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρρώδης]], -ῶδες (Α) [[όρρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.<br /><b>(II)</b><br />-ες, (ΑΜ [[ὀρρώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[ορώδης]] (Ι).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρρώδης]], -ῶδες (Α) [[όρρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.<br /><b>(II)</b><br />-ες, (ΑΜ [[ὀρρώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[ορώδης]] (Ι).
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[molkenartig]]</i>, Theophr., [[γάλα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρρώδης Medium diacritics: ὀρρώδης Low diacritics: ορρώδης Capitals: ΟΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: orrṓdēs Transliteration B: orrōdēs Transliteration C: orrodis Beta Code: o)rrw/dhs

English (LSJ)

ες
A, (ὄρρος) pertaining to the rump, Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Gal.19.127.
II false spelling of ὀρώδης 11 (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρρώδης: -ες, (ὀρρός, εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. (ὄρρος Β) = οὐρώδης, Γαλην.

Greek Monolingual

(I)
ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.
(II)
-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)
βλ. ορώδης (Ι).

German (Pape)

ες, molkenartig, Theophr., γάλα.