πυριατός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyriatos
|Transliteration C=pyriatos
|Beta Code=puriato/s
|Beta Code=puriato/s
|Definition=ή, όν, [[heated in]] or [[for a bath]], κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· <b class="b3">τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος</b>, Hsch.
|Definition=πυριατή, πυριατόν, [[heated in]] or [[for a bath]], κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· <b class="b3">τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριᾱτός Medium diacritics: πυριατός Low diacritics: πυριατός Capitals: ΠΥΡΙΑΤΟΣ
Transliteration A: pyriatós Transliteration B: pyriatos Transliteration C: pyriatos Beta Code: puriato/s

English (LSJ)

πυριατή, πυριατόν, heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 822] durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριᾱτός: -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ χρήσιμος πρὸς πυρίασιν, κέραμος, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυριῶ
1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος».