μυλωθρικός: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mylothrikos | |Transliteration C=mylothrikos | ||
|Beta Code=mulwqriko/s | |Beta Code=mulwqriko/s | ||
|Definition= | |Definition=μυλωθρική, μυλωθρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for a miller]], σκεύη Plu.2.159c.<br><span class="bld">II</span> -[[κόν]], τό, [[tax on milling]], IG2.860. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
μυλωθρική, μυλωθρικόν,
A fit for a miller, σκεύη Plu.2.159c.
II -κόν, τό, tax on milling, IG2.860.
German (Pape)
[Seite 217] den Müller betreffend, σκεύη, Mühlgeräthschaften, Plut. sept. sap. conv. 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de meule ou de moulin.
Étymologie: μυλωθρός.
Russian (Dvoretsky)
μῠλωθρικός: мельничный, мукомольный (σκευή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠλωθρικός: -ή, -όν, κατάλληλος διὰ μυλωθρὸν ἢ διὰ μύλον, Πλούτ. 2. 159D.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α μυλωθρικός, -ή, -όν) μυλωθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλωθρό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλωθρικόν
φόρος για το άλεσμα.