παραισαβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraisavazo
|Transliteration C=paraisavazo
|Beta Code=paraisaba/zw
|Beta Code=paraisaba/zw
|Definition=poet. for <b class="b3">Παρασαβάζειν</b> (nisi hoc legend.), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be inspired by Sabazius</b>, i.e. Dionysus, Hsch., Phot.</span>
|Definition=poet. for [[Παρασαβάζειν]] (nisi hoc legend.), to [[be inspired by Sabazius]], i.e. Dionysus, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραισαβάζω''': ποιητ. ἀντὶ παρασ-, [[βακχεύω]], «παραισαβάζειν· παραμεμηνέναι. ἀπὸ τοῦ Σάβου» Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] Φώτιον «παρασαβάζειν: παραμαίνεσθαι· ἀπὸ τοῦ σαβοῦ· τοὺς γὰρ παρὰ τῷ Σαβαζίῳ βακχεύοντας καλοῦσι σαβούς· καὶ τὸ βακχεύειν σαβάζειν»·
|lstext='''παραισαβάζω''': ποιητ. ἀντὶ παρασ-, [[βακχεύω]], «παραισαβάζειν· παραμεμηνέναι. ἀπὸ τοῦ Σάβου» Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] Φώτιον «παρασαβάζειν: παραμαίνεσθαι· ἀπὸ τοῦ σαβοῦ· τοὺς γὰρ παρὰ τῷ Σαβαζίῳ βακχεύοντας καλοῦσι σαβούς· καὶ τὸ βακχεύειν σαβάζειν»·
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(ποιητ. τ. [[αντί]] [[παρασαβάζω]]) καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιαμό, [[μετέχω]] σε βακχικές γιορτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραί]] (ποιητ. τ. του [[παρά]]) <span style="color: red;">+</span> <i>σοβάζω</i> «[[βακχεύω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραισᾰβάζω Medium diacritics: παραισαβάζω Low diacritics: παραισαβάζω Capitals: ΠΑΡΑΙΣΑΒΑΖΩ
Transliteration A: paraisabázō Transliteration B: paraisabazō Transliteration C: paraisavazo Beta Code: paraisaba/zw

English (LSJ)

poet. for Παρασαβάζειν (nisi hoc legend.), to be inspired by Sabazius, i.e. Dionysus, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

παραισαβάζω: ποιητ. ἀντὶ παρασ-, βακχεύω, «παραισαβάζειν· παραμεμηνέναι. ἀπὸ τοῦ Σάβου» Ἡσύχ. - Κατὰ Φώτιον «παρασαβάζειν: παραμαίνεσθαι· ἀπὸ τοῦ σαβοῦ· τοὺς γὰρ παρὰ τῷ Σαβαζίῳ βακχεύοντας καλοῦσι σαβούς· καὶ τὸ βακχεύειν σαβάζειν»·

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ. αντί παρασαβάζω) καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιαμό, μετέχω σε βακχικές γιορτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. του παρά) + σοβάζω «βακχεύω»].