στόβος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stovos
|Transliteration C=stovos
|Beta Code=sto/bos
|Beta Code=sto/bos
|Definition=ὁ, [[abuse]], [[bad language]], [[insolence]], κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους Lyc.395, cf. Hsch.
|Definition=ὁ, [[abuse]], [[bad language]], [[insolence]], κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους Lyc.395, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόβος Medium diacritics: στόβος Low diacritics: στόβος Capitals: ΣΤΟΒΟΣ
Transliteration A: stóbos Transliteration B: stobos Transliteration C: stovos Beta Code: sto/bos

English (LSJ)

ὁ, abuse, bad language, insolence, κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους Lyc.395, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 945] ὁ, das Schelten, Schimpfen; – auch Großprahlerei, Lycophr. 395.

Greek (Liddell-Scott)

στόβος: ὁ, λοιδορία, ὄνειδος, κακολογία, Ἡσύχ. (ἐκ τοῦ στόμφος). ΙΙ. = φλυαρία, ἀλαζονεία, κόμπος, Λυκόφρ. 395.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα -μ- (βλ. και λ. στέμβω)].

Frisk Etymological English

See also: s. στέμβω.

Frisk Etymology German

στόβος: {stóbos}
See also: s. στέμβω.
Page 2,800