δαμνῆτις: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=damnitis
|Transliteration C=damnitis
|Beta Code=damnh=tis
|Beta Code=damnh=tis
|Definition=ιδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">she that subdues</b>, Hsch. δάμνια· <b class="b3">θύματα, σφάγια</b>, Id.</span>
|Definition=ιδος, ἡ, [[subjugatress]], [[she that subdues]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[δάμνια]]· [[θύματα]], [[σφάγια]], Id.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιδος, ἡ [[dominadora]], [[vengadora]] Hsch.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0522.png Seite 522]] ιδος, ἡ, die Bändigende, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''δαμνῆτις''': -ιδος, ἡ, γυνὴ ἥτις ὑποτάσσει, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαμνῆτις]] (-ιδος), η (Α)<br />αυτή η οποία δαμάζει ή τιμωρεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[δάμνημι]]. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τους τραγικούς [[κατά]] το [[δασπλήτις]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαμνῆτις Medium diacritics: δαμνῆτις Low diacritics: δαμνήτις Capitals: ΔΑΜΝΗΤΙΣ
Transliteration A: damnē̂tis Transliteration B: damnētis Transliteration C: damnitis Beta Code: damnh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, subjugatress, she that subdues, Hsch. δάμνια· θύματα, σφάγια, Id.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ dominadora, vengadora Hsch.

German (Pape)

[Seite 522] ιδος, ἡ, die Bändigende, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

δαμνῆτις: -ιδος, ἡ, γυνὴ ἥτις ὑποτάσσει, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

δαμνῆτις (-ιδος), η (Α)
αυτή η οποία δαμάζει ή τιμωρεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τους τραγικούς κατά το δασπλήτις].