ταριχευτός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taricheftos
|Transliteration C=taricheftos
|Beta Code=tarixeuto/s
|Beta Code=tarixeuto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">salted, pickled</b>, κρέα Plu.2.685d, cf. Dsc.3.45; <b class="b3">τὰ τ</b>. Plu.2.912c, <span class="bibl">Sor.1.94</span>.</span>
|Definition=ταριχευτή, ταριχευτόν, [[salted]], [[pickled]], [[κρέα]] Plu.2.685d, cf. Dsc.3.45; τὰ ταριχευτά. Plu.2.912c, Sor.1.94.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] adj. verb. von [[ταριχεύω]], eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] adj. verb. von [[ταριχεύω]], eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />imprégné de saumure, salé <i>ou</i> embaumé.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρῑχευτός:''' [adj. verb. к [[ταριχεύω]] засоленный, соленый (κρέατα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρῑχευτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., τεταριχευμένος, [[παστός]], «ἁλατισμένος», Πλούτ. 2. 685D, 912E.
|lstext='''τᾰρῑχευτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., τεταριχευμένος, [[παστός]], «ἁλατισμένος», Πλούτ. 2. 685D, 912E.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />imprégné de saumure, salé <i>ou</i> embaumé.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ταριχευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταριχεύω]]<br />(για τρόφιμα) ταριχευμένος, [[παστός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[ταριχευτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταριχεύω]]<br />(για τρόφιμα) ταριχευμένος, [[παστός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχευτός Medium diacritics: ταριχευτός Low diacritics: ταριχευτός Capitals: ΤΑΡΙΧΕΥΤΟΣ
Transliteration A: taricheutós Transliteration B: taricheutos Transliteration C: taricheftos Beta Code: tarixeuto/s

English (LSJ)

ταριχευτή, ταριχευτόν, salted, pickled, κρέα Plu.2.685d, cf. Dsc.3.45; τὰ ταριχευτά. Plu.2.912c, Sor.1.94.

German (Pape)

[Seite 1071] adj. verb. von ταριχεύω, eingesalzen, eingepökelt, einbalsamirt, Athen. oft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
imprégné de saumure, salé ou embaumé.
Étymologie: ταριχεύω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχευτός: [adj. verb. к ταριχεύω засоленный, соленый (κρέατα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., τεταριχευμένος, παστός, «ἁλατισμένος», Πλούτ. 2. 685D, 912E.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ταριχευτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ταριχεύω
(για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστός
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.).