δικαστήρ: Difference between revisions
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
(6_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikastir | |Transliteration C=dikastir | ||
|Beta Code=dikasth/r | |Beta Code=dikasth/r | ||
|Definition= | |Definition=δικαστῆρος, ὁ, = [[δικαστής]], Foed.Delph. Pell.''1''A7, IG9(1).334.33 (Locr., v B. C.), Rhet.Oxy.410.11, Babr. 118.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [panf. plu. dat. δικαστε̄́ρεσσι <i>IPamph</i>.3.11 (IV a.C.)]<br />[[juez]], <i>IG</i> 9<sup>2</sup>(1).718.33 (Lócride V a.C.), <i>FD</i> 1.486.1A.7 (III a.C.), <i>IPamph</i>.l.c., anón. ret. en <i>POxy</i>.410.11, Babr.118.3. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[δικαστής]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῐκαστήρ:''' ῆρος ὁ Babr. = [[δικαστής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκαστήρ''': ῆρος, ὁ, =[[δικαστής]], Βάβρ. 118.3· - ἐν τῷ πληθ., δικαστῆρες Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Journ. of hellen. stud. vol. Ι, σ.255. | |lstext='''δῐκαστήρ''': ῆρος, ὁ, =[[δικαστής]], Βάβρ. 118.3· - ἐν τῷ πληθ., δικαστῆρες Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Journ. of hellen. stud. vol. Ι, σ.255. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δικαστήρ]], ο (Α)<br />[[δικαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δικάζω]]. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. [[δικαστήρ]] αντικαταστάθηκε από το [[δικαστής]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐκαστήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[δικαστής]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:18, 25 August 2023
English (LSJ)
δικαστῆρος, ὁ, = δικαστής, Foed.Delph. Pell.1A7, IG9(1).334.33 (Locr., v B. C.), Rhet.Oxy.410.11, Babr. 118.3.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Morfología: [panf. plu. dat. δικαστε̄́ρεσσι IPamph.3.11 (IV a.C.)]
juez, IG 92(1).718.33 (Lócride V a.C.), FD 1.486.1A.7 (III a.C.), IPamph.l.c., anón. ret. en POxy.410.11, Babr.118.3.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. δικαστής.
Russian (Dvoretsky)
δῐκαστήρ: ῆρος ὁ Babr. = δικαστής.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαστήρ: ῆρος, ὁ, =δικαστής, Βάβρ. 118.3· - ἐν τῷ πληθ., δικαστῆρες Ἐπιγρ. Σιλλυέων Παμφυλίας ἐν Journ. of hellen. stud. vol. Ι, σ.255.
Greek Monolingual
δικαστήρ, ο (Α)
δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικάζω. Στην ιων.-αττ. διάλεκτο ο τ. δικαστήρ αντικαταστάθηκε από το δικαστής.
Greek Monotonic
δῐκαστήρ: -ῆρος, ὁ, = δικαστής, σε Βάβρ.