δειπνοσοφιστής: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deipnosofistis | |Transliteration C=deipnosofistis | ||
|Beta Code=deipnosofisth/s | |Beta Code=deipnosofisth/s | ||
|Definition= | |Definition=δειπνοσοφιστοῦ, ὁ, [[one learned in the mysteries of the kitchen]]: in plural, title of work by Athenaeus. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[sabio de banquetes]], [[sabio convival]] e.e., que expone durante un banquete sus conocimientos sobre éste y otros temas οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ... ἐπιδημήσαντες δειπνοσοφισταί Ath.1c, cf. 2a<br /><b class="num">•</b>tít. de la obra de Ateneo, Ath.1a, cf. St.Byz.s.uu. [[Ἀκόναι]], [[Γάγγρα]], Sud.s.u. [[Ἀθήναιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειπνοσοφιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ δείπνῳ περὶ παντοίων ζητημάτων λόγον ποιούμενος· Δειπνοσοφισταί, Ἐπιγρ. τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀθηναίου. | |lstext='''δειπνοσοφιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ δείπνῳ περὶ παντοίων ζητημάτων λόγον ποιούμενος· Δειπνοσοφισταί, Ἐπιγρ. τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀθηναίου. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δειπνοσοφιστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ξέρει καλά τα [[μυστικά]] της μαγειρικής<br /><b>2.</b> <i>Δειπνοσοφισταί</i>, οι<br />[[τίτλος]] έργου του Αθηναίου. | |mltxt=[[δειπνοσοφιστής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ξέρει καλά τα [[μυστικά]] της μαγειρικής<br /><b>2.</b> <i>Δειπνοσοφισταί</i>, οι<br />[[τίτλος]] έργου του Αθηναίου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
δειπνοσοφιστοῦ, ὁ, one learned in the mysteries of the kitchen: in plural, title of work by Athenaeus.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
sabio de banquetes, sabio convival e.e., que expone durante un banquete sus conocimientos sobre éste y otros temas οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ... ἐπιδημήσαντες δειπνοσοφισταί Ath.1c, cf. 2a
•tít. de la obra de Ateneo, Ath.1a, cf. St.Byz.s.uu. Ἀκόναι, Γάγγρα, Sud.s.u. Ἀθήναιος.
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der beim Essen gelehrte Gespräche führt; -σταί, der Titel des Werkes des Athenäus.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοσοφιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ δείπνῳ περὶ παντοίων ζητημάτων λόγον ποιούμενος· Δειπνοσοφισταί, Ἐπιγρ. τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀθηναίου.
Greek Monolingual
δειπνοσοφιστής, ο (Α)
1. αυτός που ξέρει καλά τα μυστικά της μαγειρικής
2. Δειπνοσοφισταί, οι
τίτλος έργου του Αθηναίου.