μειλικτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meiliktikos
|Transliteration C=meiliktikos
|Beta Code=meiliktiko/s
|Beta Code=meiliktiko/s
|Definition=ή, όν, = foreg. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>233</span>.
|Definition=μειλικτική, μειλικτικόν, = [[μειλικτήριος]] ([[able to soothe]]); Adv. [[μειλικτικῶς]] Sch. Ar. ''Pl.'' 233.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.
}}
{{ls
|lstext='''μειλικτικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειλικτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μειλικτός]]<br />ο [[μειλικτήριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μειλικτικῶς</i> (Α) με μειλικτήριο τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτικός Medium diacritics: μειλικτικός Low diacritics: μειλικτικός Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meiliktikós Transliteration B: meiliktikos Transliteration C: meiliktikos Beta Code: meiliktiko/s

English (LSJ)

μειλικτική, μειλικτικόν, = μειλικτήριος (able to soothe); Adv. μειλικτικῶς Sch. Ar. Pl. 233.

German (Pape)

[Seite 115] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.

Greek Monolingual

μειλικτικός, -ή, -όν (Α)
μειλικτός
ο μειλικτήριος.
επίρρ...
μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο.