δραπετίδης: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drapetidis | |Transliteration C=drapetidis | ||
|Beta Code=drapeti/dhs | |Beta Code=drapeti/dhs | ||
|Definition= | |Definition=δραπετίδου, Dor. [[δραπετίδας]], ὁ, = [[δραπέτης]] ([[runaway]], [[fugitive]]), δ. ἐμός ἐστιν Mosch. 1.3. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δρᾱπετίδης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Μόσχ. 1. 3· - [[εἶναι]] δὲ πατρωνυμικὸν μόνον κατὰ τὸν τύπον, Λοβ. Αἴ. 879. | |lstext='''δρᾱπετίδης''': -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Μόσχ. 1. 3· - [[εἶναι]] δὲ πατρωνυμικὸν μόνον κατὰ τὸν τύπον, Λοβ. Αἴ. 879. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δραπετίδης]], ο (Α)<br />ο [[δραπέτης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρᾱπετίδης:''' -ου, ὁ, = το προηγ., σε Μόσχ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
δραπετίδου, Dor. δραπετίδας, ὁ, = δραπέτης (runaway, fugitive), δ. ἐμός ἐστιν Mosch. 1.3.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπετίδης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Μόσχ. 1. 3· - εἶναι δὲ πατρωνυμικὸν μόνον κατὰ τὸν τύπον, Λοβ. Αἴ. 879.
Greek Monolingual
δραπετίδης, ο (Α)
ο δραπέτης.
Greek Monotonic
δρᾱπετίδης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Μόσχ.