δραπετίδης
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
English (LSJ)
δραπετίδου, Dor. δραπετίδας, ὁ, = δραπέτης (runaway, fugitive), δ. ἐμός ἐστιν Mosch. 1.3.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱπετίδης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Μόσχ. 1. 3· - εἶναι δὲ πατρωνυμικὸν μόνον κατὰ τὸν τύπον, Λοβ. Αἴ. 879.
Greek Monolingual
δραπετίδης, ο (Α)
ο δραπέτης.
Greek Monotonic
δρᾱπετίδης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Μόσχ.