μακρόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makrofonos
|Transliteration C=makrofonos
|Beta Code=makro/fwnos
|Beta Code=makro/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shouting aloud]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[τανύγλωσσοι]].</span>
|Definition=μακρόφωνον, [[shouting aloud]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τανύγλωσσοι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, <i>φερέ</i>-<i>φωνος</i>).
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. [[ετερόφωνος]], [[φερέφωνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόφωνος Medium diacritics: μακρόφωνος Low diacritics: μακρόφωνος Capitals: ΜΑΚΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: makróphōnos Transliteration B: makrophōnos Transliteration C: makrofonos Beta Code: makro/fwnos

English (LSJ)

μακρόφωνον, shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος].