ἐλεγκτός: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(big3_14b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elegktos
|Transliteration C=elegktos
|Beta Code=e)legkto/s
|Beta Code=e)legkto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fit to be refuted or worthy of reproof</b>, Hsch.</span>
|Definition=ἐλεγκτή, ἐλεγκτόν, [[fit to be refuted or worthy of reproof]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.
}}
}}

Latest revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγκτός Medium diacritics: ἐλεγκτός Low diacritics: ελεγκτός Capitals: ΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: elenktós Transliteration B: elenktos Transliteration C: elegktos Beta Code: e)legkto/s

English (LSJ)

ἐλεγκτή, ἐλεγκτόν, fit to be refuted or worthy of reproof, Hsch.

Spanish (DGE)

-ή, -όν censurable, reprobable, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἐλέγχω, ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐλεγκτός, -ή, -όν)
αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.